- λάντσα
- ηβλ. λάντζα (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λάντσα(ς) — Επώνυμο οικογένειας Ελλήνων ζωγράφων, ιταλικής καταγωγής. 1. Βικέντιος (Βενετία 1822 – Αθήνα 1902). Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία της Βενετίας και αναμείχθηκε στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του. Όταν οι επαναστατικές του δραστηριότητες… … Dictionary of Greek
λάντζα — (I) και λάντσα, η 1. στρογγυλό δοχείο ή καζάνι που χρησίμευε για το πλύσιμο τών πιάτων και τών μαγειρικών σκευών 2. το πλύσιμο αυτών τών αντικειμένων («σήμερα πρέπει να κάνεις εσύ τη λάντζα») 3. μικρή βάρκα για μεταφορά επιβατών και φορτίων, από… … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek